συνεργεῖ — συνεργέω work together with pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) συνεργέω work together with pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) συνεργέω work together with pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) συνεργέω work together with… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληίτις — ληΐτις, ίτιδος, ἡ (Α) 1. (επίθ. τής Αθηνάς) αυτή που λαφυραγωγεί, που συνεργεί στη λεία, στη λαφυραγώγηση 2. αιχμάλωτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ληΐη, ιων. τ. τού λεία, + επίθημα ίτις (πρβλ. κρην ίτις, στεφαν ίτις)] … Dictionary of Greek
μοιχουργός — μοιχουργός, ὁ (Μ) ο πρωτουργός μοιχείας ή αυτός που βοηθεί, που συνεργεί στη μοιχεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοιχός + ουργός*] … Dictionary of Greek
οδοντωτός — ή, ό (Α ὀδοντωτός, ή, όν) [οδοντώ] (συν. για εργαλείο, εξάρτημα ή κατασκευή) αυτός που φέρει οδόντωση, που έχει εναλλασσόμενες εσοχές και εξοχές παρόμοιες με δόντια νεοελλ. 1. ανατ. αυτός που εμφανίζει εντομές, ανάμεσα στις οποίες προβάλλουν… … Dictionary of Greek
συγκατασκάπτης — ό Α [συγκατασκά πτω] αυτός που συνεργεί σε καταστροφή … Dictionary of Greek
συμπράκτωρ — και ιων. τ. συμπρήκτωρ, ορος, ὁ, θηλ. συμπράκτρια, Α 1. αυτός που συμπράττει με κάποιον, που συνεργεί σε κάτι, βοηθός, συνεργός (α. «συμπράκτωρ ἔργου», Ηρόδ. β. «ἡγεμόνας δοῡναι καὶ συμπράκτορας γενέσθαι», Ξεν.) 2. φρ. α) «συμπράκτωρ τῆς ὁδοῡ»… … Dictionary of Greek
συμπρακτικός — ή, όν, ΜΑ [συμπράττω] μσν. (για τα πρόσωπα τής Αγίας Τριάδας) αυτός που ενεργεί ταυτόχρονα, από κοινού, ενωμένος με τους άλλους αρχ. αυτός που συμπράττει, που συνεργεί σε κάτι … Dictionary of Greek
συνέργω — και επικ. τ. συνεέργω και αττ. τ. συνείργνυμι και αχρ. τ. συνείργω Α 1. περικλείω, συγκλείω («ὅσον συνεέργαθον ἄκραι», Ομ. Ιλ.) 2. περιστέλλω, περιορίζω («συνέργει τὸ πλῆθος τῆς σαρκός») 3. συνάπτω, συνδέω 4. ζώνω («ζωστῆρι... συνέεργε χιτῶνα»,… … Dictionary of Greek
συνεπιθέτης — ὁ, Α [συνεπιτίθεμαι] 1. αυτός που συνεργεί σε επίθεση εναντίον κάποιου 2. (σε επιστολή χάριν αστεϊσμού) ύπουλος άνθρωπος («προσαγορεύω τὰ τέκνα σου... καὶ Ἀσάειν τὸν συνεπιθέτην», πάπ.) … Dictionary of Greek
συνεργητικός — ή, ό / συνεργητικός, ή, όν, ΝΑ [συνεργήτης] αυτός που συνεργεί, που συντελεί σε κάτι νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η συνεργητική (κοινων. φιλοσ.) θεωρία τών φαινομένων συνεργίας ή σύμπραξης τόσο στη φύση, ανόργανη και οργανική, όσο και στην κοινωνία,… … Dictionary of Greek